- μάγκα
- η1. ομάδα άτακτων πολεμιστών κατά την τουρκοκρατία και κατά την ελληνική επανάσταση τού 18212. μάγκας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mango «λαθρέμπορος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάγκα — η (λ. λατ.), ομάδα άτακτων στρατιωτών στην εποχή της Επανάστασης του 1821 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάγκας — ο, θηλ. μάγκισσα 1. (το αρσ.) (κατά την τουρκοκρατία και κατά την επανάσταση τού 1821) άτακτος στρατιώτης που ανήκε σε μια μάγκα 2. (στο παρελθόν) νέος χωρίς βιοποριστικό επάγγελμα που περιφερόταν στους δρόμους και ζούσε από θελήματα ή και… … Dictionary of Greek
Márkos Vamvakáris — Márkos Vamvakáris. Μάρκος Βαμβακάρης (o romanizando su nombre Márkos Vamvakáris) fue un intérprete y compositor de rebético, considerado el más importante de todos los tiempos. Biografía Márcos Vamvakáris nació el 10 de mayo de 1905 en la isla… … Wikipedia Español
σανσκριτική — Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα της ινδοϊρανικής ομάδας, που μοιάζει αρκετά με την αβεστική. Δεν είναι δυνατό να εντοπίσουμε με ακρίβεια την εποχή της εμφάνισης της κλασικής σ., που διαδέχτηκε την αρχαιότερη βεδική ως γλώσσα του ινδικού πολιτισμού· από τα… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Markos Vamvakaris — Markos Vamvakaris; painting in the Taverna Katoga O Lili (Ταβέρνα ο Κατώγα Ο Λίλη) in Ano Syros (aka Ano Chora) on the island of Syros, Greece Background information … Wikipedia
Mangas — This article is about the social group in the Belle Époque era. For Japanese comics, see manga. For the district of the Ancash Region in Peru, see Mangas District. Manges (Greek: μάγκες [ˈma(ɲ)ɟes], sing.: μάγκας mangas [ˈma(ŋ)ɡas]) is the name… … Wikipedia
Вамвакарис, Маркос — Маркос Вамвакарис Основная информация … Википедия
κουτσαβάκης — ο, θηλ. κουτσαβάκισσα 1. τύπος μάγκα τής παλιάς Αθήνας 2. αυτός που παριστάνει τον παληκαρά, ψευτοπαληκαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κουτσαβάκης] … Dictionary of Greek
μάγκικος — η, ο [μάγκας] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε μάγκα («μάγκικο φέρσιμο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μάγκικα οι μαγκιές … Dictionary of Greek